θυγατηρ

θυγατηρ
    θυγάτηρ
    θῠγάτηρ
    θῠγατρός (ᾰ) ἥ (эп. gen. θῡγᾰτέρος; dat. pl. θυγατράσι; во всех четырехсложных формах - θῡ-) дочь Hom. etc.
    

αἰ Μοισᾶν θύγατρες Pind. = ἀοιδαί;

    иногда — о животных (ἀναβαίνουσι καὴ ἐπὴ θυγατέρας οἱ ἵπποι Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "θυγατηρ" в других словарях:

  • θυγάτηρ — θυγάτηρ, ἡ (ΑΜ) βλ. θυγατέρα …   Dictionary of Greek

  • θυγατήρ — θυγάτηρ daughter fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυγάτηρ — daughter fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυγατράσι — θυγάτηρ daughter fem dat pl θυγάτηρ daughter fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυγατράσιν — θυγάτηρ daughter fem dat pl θυγάτηρ daughter fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυγατρί — θυγάτηρ daughter fem dat sg θυγάτηρ daughter fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυγατρός — θυγάτηρ daughter fem gen sg θυγάτηρ daughter fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυγατροῖν — θυγάτηρ daughter fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυγατρῶν — θυγάτηρ daughter fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυγατέρα — θυγάτηρ daughter fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυγατέρας — θυγάτηρ daughter fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»